ἐλεεινός

ἐλεεινός
ἐλεεινός, ή, όν (s. ἔλεος; Hom. et al.; Diod S 13, 28, 3; Dio Chrys. 33 [50], 3 and 4; Ael. Aristid. 34, 47 K.=50 p. 564 D.; Philostrat., Imag. 1, 4 p. 300, 6; POxy 130, 3; 131, 2; TestSol 2:13 D; ApcEsdr 2:30 p. 26, 24 Tdf.; ApcSed; Jos., Ant. 4, 133, Vi. 138; Mel., P. 27, 192 [Ch.; ἐλεινόν PBodm for Att. ἐλεινός; so W-H.].—B-D-F §31, 3; Rob. 204; Mussies 24) pert. to being deserving of sympathy for one’s pathetic condition, miserable, pitiable (w. ταλαίπωρος) Rv 3:17. Comp. ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων as superl. (s. B-D-F §60; Mlt. 78f) most miserable of all 1 Cor 15:19.—DELG s.v. ἔλεος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλεεινός — finding pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… …   Dictionary of Greek

  • ελεεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ ελεεινή κατάσταση. 2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας. 3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp (attic) ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg (attic) ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινῶν — ἐλεεινός finding pity fem gen pl ἐλεεινός finding pity masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινόν — ἐλεεινός finding pity masc acc sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατα — ἐλεεινός finding pity adverbial superl ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατον — ἐλεεινός finding pity masc acc superl sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”